χρονοβόρος

χρονοβόρος
zaman kaybettiren

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρονοβόρος — α, ο, Ν αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο, αυτός για τον οποίο καταναλίσκεται πολύς χρόνος (α. «χρονοβόρα εργασία» β. «χρονοβόρο έργο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • κυκλοβόρος — κυκλοβόρος, ὁ (Α) ως κύριο όν. ὁ Κυκλοβόρος ονομασία χειμάρρου τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + βόρος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. σαρκο βόρος, χρονοβόρος] …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”